Τα σοβαρά προβλήματα
υποχώρησης του εδάφους και κατολισθήσεων που προκάλεσε η έντονη βροχόπτωση στη
Σαμοθράκη στις 2 Ιουνίου, ανέδειξαν ξανά τις επιπτώσεις που έχει στο φυσικό
περιβάλλον του νησιού η υπερβόσκηση. Η Οικολογική Εταιρεία Έβρου επανέρχεται
στο θέμα με τις προτάσεις που έχει καταθέσει εδώ και καιρό, στηριγμένες στις
μελέτες που έχουν γίνει για το θέμα από το εργαστήριο δασικών βοσκοτόπων του
τμήματος Δασολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με
αυτές, «η φυσική αναγέννηση της δασικής βλάστησης του νησιού αποτελεί παρελθόν
και η βοσκήσιμη ύλη δεν ανανεώνεται, με αποτέλεσμα τη διατάραξη της οικολογικής
ισορροπίας και την κατάρρευση του δασικού οικοσυστήματος». Η κατάσταση αυτή
οφείλεται στην παρουσία περισσοτέρων από 50.000 γιδοπροβάτων που βόσκουν
ελεύθερα και ανεξέλεγκτα στη Σαμοθράκη, όταν η δυναμική των βοσκήσιμων εκτάσεων
δεν ξεπερνά τα 10.300 ζώα. Οι προτάσεις που γίνονται αφορούν, μεταξύ άλλων,
στην άμεση λήψη μέτρων για αποκλειστική βοσκή μόνο σε περιφραγμένες ιδιόκτητες
εκτάσεις, για απομάκρυνση των ζώων από όλες τις δασικά υποβαθμισμένες εκτάσεις,
για εφαρμογή ειδικά επιδοτούμενου προγράμματος απόσυρσης του πλεονάζοντος
κτηνοτροφικού κεφαλαίου και για διαχείριση του ορεινού όγκου του νησιού ως
τόπου αυξημένης προστασίας, δεδομένου ότι η Σαμοθράκη έχει ενταχθεί στο δίκτυο NATURA από το 2002 και υπάρχουν ομόφωνες
αποφάσεις του πρώην νομαρχιακού συμβουλίου Έβρου και του δήμου του νησιού, να
κηρυχθεί Εθνικός Δρυμός το Σάος-Μαρτίνι. Καταλήγοντας στην ανακοίνωσή της η
Οικολογική Εταιρεία Έβρου υπογραμμίζει ότι «μέχρι σήμερα καμία κυβέρνηση δεν έδειξε
ενδιαφέρον για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, που θα συνδυάζεται με
την οικονομική ανάπτυξη της Σαμοθράκης».